- επανατίθημι
- ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι]1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ' ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.)2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ4. παθ. (για εγχειριζόμενους) παίρνω την κατάλληλη στάση5. μέσ. (με αιτ. πράγμ.) κλείνω («αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.